- ἡδύσματι
- ἥδυσμαrelishneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήδυσμα — το (AM ἥδυσμα) [ηδύνω] καθετί που παρέχει γλυκύτητα, καθετί που κάνει το φαγητό νόστιμο, άρτυμα, καρύκευμα («παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ στόμα λαμβάνων», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. καθετί που παρέχει ευχαρίστηση, τέρψη («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ ὡς… … Dictionary of Greek
ἡδύσμαθ' — ἡδύσματα , ἥδυσμα relish neut nom/voc/acc pl ἡδύσματι , ἥδυσμα relish neut dat sg ἡδύσματε , ἥδυσμα relish neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύσματ' — ἡδύσματα , ἥδυσμα relish neut nom/voc/acc pl ἡδύσματι , ἥδυσμα relish neut dat sg ἡδύσματε , ἥδυσμα relish neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)